παρήλικος

παρήλικος
παρή̱λικος , παρῆλιξ
past one's prime
masc/fem gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παρήλικος — και παρήλικας, θηλ. παρήλικη / παρῆλιξ, ικος, ΝΑ αυτός που έχει περάσει την ακμή τής ηλικίας του, τής νιότης του, και βρίσκεται σε προχωρημένη ηλικία, ο ηλικιωμένος αρχ. αυτός που έχει συμπληρώσει τα χρόνια υπηρεσίας του σέ μια θέση. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • παρήλικος — η, ο ο περασμένης ηλικίας, ηλικιωμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”